Το όνομα του οψιανού (παλαιότερα «οψιδιανός») προέρχεται από το λατινικό obsidianus. Πρόκειται για σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα με υαλώδη μορφή και στιλπνό μαύρο χρώμα. Λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών του (σκληρό πέτρωμα με οξείες και κοφτερές ακμές κατόπιν επεξεργασίας) αποτέλεσε, κυρίως κατά τη Νεολιθική εποχή, προσφιλή πρώτη ύλη για κατασκευή εργαλείων (π.χ. λεπίδες) και όπλων (π.χ. αιχμές βελών). Στον ελλαδικό χώρο κοιτάσματα αυτού του πετρώματος βρίσκονται μόνο στο ηφαιστειογενές νησί της Μήλου και στο μικρό νησί Γυαλί, δίπλα στη Νίσυρο. Τα προϊόντα των κοιτασμάτων κάθε νησιού είναι διακριτά από τους γεωλόγους, οπότε γίνεται εύκολος ο εντοπισμός της προέλευσης ενός αρχαιολογικού ευρήματος. Δείγματα εργαλείων και απορρίμματα επεξεργασίας πυρήνων οψιανού βρέθηκαν στο σπήλαιο Φράγχθι, στην Αργολίδα, σε στρώμα που χρονολογείται στην 11η χιλιετία π.Χ. (Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος). Επίσης, στο ίδιο σπήλαιο εντοπίστηκαν εργαλεία που χρονολογούνται κατά τη Μεσολιθική περίοδο (περίπου 7250 π.Χ). Κατόπιν αναλύσεων αποδείχτηκε ότι πηγή του πετρώματος είναι η Μήλος. Έτσι, τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν την αρχαιότερη μαρτυρία για ναυσιπλοΐα στην Ανατολική Μεσόγειο και για την ανθρώπινη παρουσία στη Μήλο και τις Κυκλάδες γενικότερα, ήδη από το τέλος της Παλαιολιθικής περιόδου. Έπειτα από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή στη Μήλο στο τέλος του 19ου αιώνα, εντοπίστηκαν δύο περιοχές εξόρυξης του πετρώματος: η θέση Νύχια, ένας λόφος στα δυτικά του Αδάμαντα, του σύγχρονου λιμανιού του νησιού, και το Δεμενεγάκι, στα δυτικά του νησιού. Κατώτερης ποιότητας φλέβα εντοπίστηκε στην περιοχή Μανδράκια, όπου όμως δεν εμφανίζονται σημάδια εξόρυξης και χρήσης, μάλλον λόγω ακαταλληλότητας του πετρώματος για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Ο μηλιακός οψιανός χρησιμοποιήθηκε στον αιγαιακό χώρο στα προϊστορικά χρόνια, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί η εξαγωγή του στα Βαλκάνια, στη δυτική Μεσόγειο ή την κεντρική Ευρώπη, όπου κυκλοφορούσε το αντίστοιχο προϊόν από τα Καρπάθια όρη. Η χρήση του στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται κυρίως μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1200/1100 π.Χ.) και παρακμάζει έντονα κατά τους Κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αι. π.Χ.). Παλαιότερη θεωρία συνδέει την εκμετάλλευσή του, την εξόρυξη και το εμπόριο, με τη μεγάλη ακμή και ευημερία του προϊστορικού οικισμού της Φυλακωπής της Μήλου και των κατοίκων της. Αντίθετα, ο C. Renfrew, ο τελευταίος ανασκαφέας του οικισμού, υποστηρίζει ότι είναι άτοπο να μιλάμε για οργανωμένη εκμετάλλευση και μονοπώλιο ενός προϊόντος σε τόσο πρώιμη περίοδο (Εποχή του Χαλκού).
Πηγή: www2.egeonet.gr